- σύριγγος
- σύ̱ριγγος , σῦριγξshepherd's pipefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Flauta de Pan — Saltar a navegación, búsqueda Pan enseñando a Dafnis a tocar la flauta. Mármol, copia romana de un original helénico. El brazo derecho de Dafne y las cabezas de ambos son retauraciones. Las flautas de Pan son un conjunto de instrumentos de viento … Wikipedia Español
Сирингомиелия — МКБ 10 G95.0 … Википедия
ιά — (I) ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α) 1. (για έμψυχα) ιωή*, κραυγή, φωνή 2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος]. (II) ἰά, τὰ (Α) (ετερόκλιτο, πληθ. τού ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός … Dictionary of Greek
καταρριζώ — καταρριζῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά 2. στερεώνω 3. παθ. καταρριζοῡμαι, όομαι α) αποκτώ ρίζες β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης») … Dictionary of Greek
νυκτίβρομος — νυκτίβρομος, ον (Α) αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
συρίγγιο — (Ιατρ.). Πόρος που παρέχει δίοδο σε παθολογικό υγρό από κάποια κοιλότητα οργάνου του σώματος στην επιφάνεια του σώματος ή του βλεννογόνου. Συνήθως μοιάζει με στενή δίοδο που καλύπτεται από επιθήλια ή κοκκιώματα με συνεχή έκκριση (πύου, χολής,… … Dictionary of Greek
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek
συριγγέμβολος — και συριγγοέμβολος, ὁ, Μ υπόγειος οχετός κατάλληλος για τη διοχέτευση νερού σε πολιορκούμενους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + ἔμβολον] … Dictionary of Greek
συριγγίας — ὁ, Α (ενν. κάλαμος) είδος κοίλου καλάμου χρήσιμου για την κατασκευή αυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + επίθημα ίας (πρβλ. θαλαμ ίας)] … Dictionary of Greek